ακυνήγητος

ακυνήγητος
-η, -ο
αυτός που δεν κυνηγήθηκε, δεν καταδιώχτηκε ή δεν επιδιώχτηκε: Ήταν άνθρωπος που δεν άφηνε ακυνήγητο το συμφέρον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακυνήγητος — η, ο [κυνηγώ] 1. (για θηράματα) αυτός που δεν τόν κυνήγησαν ή δεν μπορούν να τόν κυνηγήσουν για να τόν συλλάβουν ή να τόν σκοτώσουν 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να υποστεί δίωξη, ο ακαταδίωκτος 3. αυτός που δεν επιδιώχθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • αθήρευτος — η, ο (Α ἀθήρευτος, ον) [θηρεύω] (για ζώα) αυτός που δεν θηρεύτηκε, ο ακυνήγητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”